ΑΥΤΟΜΑΤΟ ON/OFF ΟΤΑΝ ΕΚΠΕΜΠΟΥΜΕ

22 Μαρ 2010

Χόρτα απ' το χωριό


Κουρασμένος ακόμα απ’ το ταξίδι μου – Μαρούσι-Νέος Κόσμος-Μαρούσι, όλο κι όλο – και με τα ίδια τα παπούτσια που τώρα μού καίνε, ευτυχώς υποφερτά, τα πέλματα των ποδιών, καθώς έχω κάνει κι αρκετό περπάτημα, κάθισα εδώ, μπροστά στον υπολογιστή μου, έχοντας αποθέσει βιαστικά στο χολ μια μεγάλη σακούλα παραγεμισμένη με χόρτα. Χόρτα απ’ το χωριό…

Μοσκοβολούσαν συνεχώς κατά τη διαδρομή, παρά τις μυρωδιές της πόλης. Το ένιωθα, το λιχούδευα. Στον πηγαιμό, που δεν τα είχα βέβαια, δεν ταλαιπωρήθηκα και πολύ. Βρήκα εύκολα λεωφορείο, έπιασα ψιλή κουβέντα με τον οδηγό… Μα η επιλογή μου να επιστρέψω με το μετρό αντί για λεωφορείο, σήμανε αναλογικά εξουθενωτικό ποδαρόδρομο για τα κιλά μου…

Να ’ναι καλά ο αγαπημένος μου ξάδερφος (σαν αδερφό μου τον έχω), που έκανε διπλό και τρίδιπλο κόπο για να μού τα φέρει από την ορεινή Αρκαδία. Μες στη σακούλα, μού είχε κρυμμένο κι ένα πανάκριβο κρασί, ιταλικού οίκου που χρονολογεί την ύπαρξή του από το 1140 μ.Χ. Εποχής Βυζαντίου, δηλαδή! Έτσι εξηγείται το τόσο βάρος. Κι εγώ που νόμιζα πως γέρασα…

Είδα στο τρένο της επιστροφής, έναν νεαρό… Αν και στεκόταν ορθός σαν και μένα, κατάφερνε ζογκλερικά να διαβάζει κάποιο χοντρό βιβλίο θεολογικού περιεχομένου. Πήρα «μάτι»! Είμαι πολύ αδιάκριτος γενικά, που το να πάρω «μάτι» σ’ ένα βιβλίο, θεωρείται το λιγότερο. Θα ήμουν ικανός, αν δεν έφτανα να δω, να πατήσω και πάνω στη σακούλα με τα χόρτα…

Σπάγανε μύτες, άβραστα κιόλας. Θα τα γλεντήσω το βράδυ, με σκορδάκι και αντζούγιες. Και χωριάτικο ψωμί προπάντων – αυτό το βρίσκω στο φούρνο της γειτονιάς μου.

Έγραφε το βιβλίο (στο περίπου, βέβαια): «Ο γέροντας χάρηκε πολύ βλέποντας το ζευγάρι να ’ρχεται. Πρόβαλε στην εμπατή της σκήτης του και τους καλωσόρισε με θέρμη. Τα ερωτευμένα παιδιά μπήκανε μέσα κι ακούμπησαν στο ξύλινο τραπέζι μια πιατέλα με σπιτικά γλυκά. “Για τα τραταρίσματα”, είπε η κοπέλα προλαβαίνοντας τις τυχόν αντιρρήσεις…

»Απάντησε ο γέροντας: “Παιδιά μου, σκεφτείτε πόσο ασήμαντα θα μάς φαίνονται όλα αυτά, στον κόσμο που λέμε Παράδεισο, εκεί που αν έχουμε μιαν αγνή καρδιά θα πάμε μετά θάνατο και θα βρισκόμαστε πια για πάντα κοντά στο Θεό μας. Θα λέμε τότε μεταξύ μας, πόσο γελασμένοι ήμασταν όταν ζούσαμε στη γη, που θαρρούσαμε τέτοια πράγματα για σπουδαία”…

»”Πείτε μας, γέροντα, πώς θα είναι εκεί; Πώς θα μοιάζει ο Παράδεισος”;

»“Αν εγώ σάς το πω, ποιαν αξία θα έχει; Δεν πρέπει να σάς το πω, πρέπει να μείνει κρυφό, να είναι μια θεσπέσια έκπληξη, κάτι μη αναμενόμενο και υπέροχο»…

Δεν διάβασα πιο πολλά. Παρατήρησα με ενδιαφέρον τον νέο. Εκείνος, είχε στραμμένα κατά το ήμισυ τα νώτα και δεν κατάλαβε ότι τον κοιτάζω. Τα μαλλιά του καλοκουρεμένα, συμμετρικά και στο σβέρκο ολόισια. Η ηλικία του πάνω-κάτω στα εικοσιπέντε ή μπορεί και εικοσιεφτά. Δάχτυλα φιλντισένια. Γένια κοντά, πιο περιποιημένα απ’ το γκαζόν σε κήπους πλουσίων.

Και δεν με κοίταξε στιγμή! Ήθελα να τού γνέψω με το κεφάλι μου: «Όχι»!... Ήθελα – και θα το έκανα αν με κοιτούσε – να τον προειδοποιήσω με ένα βλέμμα μου για την καταδίκη τη μεγάλη, των θρησκειών. Να τον ελευθερώσω από τα δεσμά της δεισιδαιμονίας του. Από την ανάγκη του για παρηγοριά, για ανακούφιση. Από τη δίψα του για κατάνυξη και θρησκοληψία…

Κι απ’ την άλλη; Ποιος ήμουν εγώ; Ο λαχανάς του βαγονιού. Μόνο κότες δεν κουβαλούσα σε τίποτα κλουβιά. Κι αβγά ημέρας!

Φαντάστηκα ότι συζητώ μαζί του… Αυτός, προσπαθούσε ν’ αλλάξει τη δική μου γνώμη. Κι εκεί είχα όλη μου την ευκαιρία… Προσπαθώντας αυτός για μένα, να προσπαθήσω εγώ γι’ αυτόν. Τού μίλησα μες στη σκέψη μου: «Κοίτα παιδί μου, τι λέει ο γέροντας. Λέει πως δεν θα σού πει τι υπάρχει στη μετά θάνατο ζωή, γιατί δεν έχει αξία να ξέρεις. Δεν αναφέρει πως δεν ξέρει»…

«Μα, ξέρει», μού απαντά (φανταστικά) ο νέος, «έχει ενόραση»!

«Κοίτα, παιδί μου, δεν έχει ενόραση. Έχει απλά πολύ ισχυρό τον πόθο να είναι έτσι τα πράγματα. Κι αν επέμενες να τον ρωτήσεις, θα σού ’λεγε για την αμέθεκτη φύση του θεού… Αν είναι μορφωμένος θεολογικά, ασφαλώς. Και θα σού έκανε μεγάλη ανάλυση πάνω στο θέμα. Κανένας όμως πραγματικά δεν ξέρει… Διψά η ψυχή μας για θεογνωσία και το εκμεταλλεύεται»…

«Πώς το εκμεταλλεύεται; Είναι εντελώς άκακος. Άγιος»!

«Είναι εγωιστής. Είπε: Εγώ δε θα σού πω. Δεν είπε: Εγώ δεν ξέρω. Κι αν κάποτε πει ότι δεν ξέρει, θα το βγάλει από το στόμα του με το τσιγκέλι! Παιδί μου, θέλγει την ψυχή σου ο μυστικισμός και είναι έτοιμη να πέσει στα νύχια ορνίων. Φορούν μαύρα ρούχα για να σε τρομάξουν. Με το σταγονόμετρο θα σού δίνουν τη χαρά. Θα κλαις και θα πονάς κι όλο αμαρτωλός θα ’σαι»…

Στα Πευκάκια (στη στάση «Πευκάκια»), ο νέος κατέβηκε σιωπηλός. Έβαλε δυο απ’ τα φιλντισένια του δάχτυλα να κρατούν τη σελίδα και βγήκε έξω στην αποβάθρα. Εγώ προχώρησα. Μαρούσι… Τα χόρτα πρέπει να βγουν γρήγορα έξω απ’ τη σακούλα τους. Ο ανοιξιάτικος ήλιος ίσως να τούς κάνει κακό! Ω, πόσο περίπλοκη, σκέφτηκα, κάνουμε τη ζωή μας…

8 Μαρ 2010

Η αμαρτία της αδιαφορίας


Γνωστός εφοπλιστής μπαίνει στον περίβολο της εκκλησίας. Το κτίσμα είναι μια βασιλική μικρή και ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο. Πολλοί παραμένουν απέξω για να μη στριμωχτούν, μα ο εφοπλιστής προχωρά μεριάζοντας τους στριμωγμένους πιστούς, για να περάσει τελικά στο εσωτερικό. Τελείται η ακολουθία των Χαιρετισμών. Σταυρώνει τα χέρια του σε ικεσία και καταλαμβάνεται αμέσως από θρησκοληψία και κατάνυξη.

«Άγγελος πρωτοστάτης»…

Η ζητιάνα με το παιδί στην αγκαλιά της, καθισμένη στο πεζούλι, τον γνώρισε. Πέρασε από μπροστά της νωρίτερα. Τον είδε να την αγνοεί. Ή μάλλον, να την κοιτάζει για μια στιγμή μ’ έναν τρόπο που φανέρωνε αποστροφή. Κάτι τέτοιο… Τύχαινε μάλιστα, η ίδια αυτή ζητιάνα, να είχε αποταθεί στην εφοπλιστική εταιρία του, για να την προσλάβουν για καθαρίστρια. Είχε επιμείνει πολύ, αλλά δεν τη δεχτήκανε.

Φυσικά, ο εφοπλιστής είχε το δικαίωμα να προσλάβει μιαν οποιαδήποτε άλλη καθαρίστρια και να μην ενδώσει στις παρακλήσεις της ζητιάνας. Τι κι αν γνωρίζονταν σιωπηρά τόσον καιρό: Η ζητιάνα στο στέκι της, στα σκαλιά, ο εφοπλιστής στα στασίδια. Στο κάτω-κάτω, γιατί θα έπρεπε να προσλάβει μια ζητιάνα, η οποία καταδέχτηκε τέτοιον ξεπεσμό; Δεν έχει πρόβλημα με τους φτωχούς, αλλά θέλει να ’χουν αξιοπρέπεια.

Τώρα, η ζητιάνα σκέφτεται να μπει μέσα στον ναό και να τον φτύσει. Να πλησιάσει το στασίδι του (εκείνο που πάντα τού έχει φυλαγμένο ο νεωκόρος) και να τον «λούσει» κανονικά. Κάποτε – το έχει ακούσει – συνέβη κι αυτό. Αλλά, σ’ εκείνη την περίπτωση υπήρχε και ερωτικό στοιχείο. Ή μήπως δεν υπήρχε, και μετά, με διάφορα δικαστικά τερτίπια ανακαλύφθηκε; Τέλος πάντων, η ζητιάνα απλά το φαντάστηκε.

Και να σκεφτείς, περίμενε τον εφοπλιστή αρκετή ώρα… Στην σκέψη της, τον έβλεπε σαν άγγελο. «Άγγελο πρωτοστάτη». Τι σημασία έχει που δεν την πήρε στη δουλειά; Το έκανε για να την προφυλάξει. Βρίθουν από μικρόβια τα καράβια κι έχει μικρό παιδί. «Να το προσέχεις απ’ την υγρασία», τής είπαν οι γιατροί όταν το πήγε με πνευμονία. Άρα, μπορεί να ήταν για καλό που δεν προσλήφθηκε. Ποιος ξέρει τι μικρόβια θα κουβαλούσε…

Άλλωστε, μόνο και μόνο που τον έβλεπε στις γιορτές και τα πανηγύρια, ένιωθε μια σιγουριά. Ένιωθε πως προσποιείται τον αδιάφορο. Κι ότι στην πραγματικότητα την παρακολουθεί και είναι έτοιμος λίγο πριν κατρακυλήσει τελείως, να την πιάσει. Να μην την αφήσει να χαθεί. Απλά, την αφήνει λίγο ακόμα, για να γίνει πιο δυνατή. Να τα καταφέρει μονάχη της. Ναι, αυτό θα είναι, έλεγε συχνά από μέσα της.

Μα η αποστροφή του, απόψε; Η έκφραση αηδίας; Το είδε πεντακάθαρα. Δεν κάνει λάθος!

Τριγύρω της, βρίσκονται ένα σωρό άλλοι. Στον εφοπλιστή κόλλησε; Κι ο ίδιος το ίδιο θα λέει. «Τι τής φταίω εγώ και δεν με παρατάει ήσυχο»; Αυτό θα λέει και θα έχει δίκιο ο άνθρωπος. Μάλλον αυτή θέλει ψυχολόγο – τι ψυχολόγο δηλαδή, ψυχίατρο! Έχει χάσει τελείως το κέφι της. Λες και κάποιος από πάνω της, τής πιέζει το κεφάλι να στέκει πάντα σκυφτό. Βρε τι είναι τούτο· να μην μπορεί να σηκώσει το κεφάλι της ψηλά…

Ο εφοπλιστής κάνει το σταυρό του. Γνωρίζει και τον παπα-Γιώργη, τον πρεσβύτερο εκεί. Συζητάνε συχνά, θέματα της εκκλησίας, αλλά και θέματα των καραβιών. Ο παπα-Γιώργης δεν χάνει την ευκαιρία να τον επαινεί για μια γραμμή που έβαλε και κάνει δρομολόγια σ’ ένα νησί με δεκαπέντε κατοίκους. Κι ο εφοπλιστής για τη στάση του αρχιεπισκόπου στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Αυτό έλειπε, να ξεπουληθεί η εκκλησία!

«Η καλύτερη μέθοδος, είναι η ήπια άρνηση», επιμένει ο παπα-Γιώργης.
«Να μη μεγαλοποιεί τις προκλήσεις των πολιτικών», συμπληρώνει ο εφοπλιστής.
«Η αδιαφορία. Με την αδιαφορία, όλα ξεχνιούνται»…
«Ναι, ναι, πάτερ μου».

Στο μεταξύ, οι συντάξεις πάγωσαν και σε λίγες μέρες θα μειωθούν. Οι μισθοί μειώθηκαν και οι επιχειρηματίες ούτε μειωμένους δεν μπορούν να τους καταβάλουν στους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μένουν πολλούς μήνες απλήρωτοι. Η χώρα μας χαίρει ανυποληψίας και λύπησης στο εξωτερικό. Και εν μέσω κρίσης, η εκκλησία τηρεί σιγήν ιχθύος. Α, αν φτύσεις έναν εφοπλιστή, δεν λύνεις το πρόβλημα.

Αν φτύσεις όμως έναν παπά;