ΑΥΤΟΜΑΤΟ ON/OFF ΟΤΑΝ ΕΚΠΕΜΠΟΥΜΕ

8 Σεπ 2012

Η προαιώνια γλώσσα


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Μπορεί να διασώζει κανείς κομμάτια μνήμης από τη βρεφική του ηλικία; Εγώ μπορώ!

Θυμάμαι τις φασκιές – το βάσανό τους! Ω, πόσο μ’ έσφιγγαν αλήθεια!... Άνοιγα μυστικά τα ποδαράκια μου (πριν με δέσει η μάνα μου) για ν’ αφήσω λίγο κενό επίτηδες! Με προσοχή, να μην το καταλάβουν!... Να γλιτώσω εκείνο το φοβερό σφιχτοδέσιμο! Κλέβοντας χώρο… Μερικές φορές τα κατάφερνα – άλλες πάλι, όχι… Ύστερα κοιμόμουν, κοιμόμουν… Μέχρι που πέρασε αυτό το βάσανο (μεγάλωσα υποτίθεται) και δε μού βάλανε πλέον φασκιές…

Ακόμα, θυμάμαι που θήλαζα το γάλα απ’ τις θηλές των βυζιών της μάνας μου!... Τη γεύση, όμως, τη λησμόνησα. Κομμάτια μνήμης μισά, ανολοκλήρωτο το παζλ των πρώτων στιγμών της ύπαρξής μου. Κι ένας ήχος παράξενος, ηλεκτρικός. Όταν τον άκουγα, κάποιος ερχόταν στο σπίτι!... Α, όχι πάντα! Όχι πάντα!... Θα έπρεπε στο τελείωμά του ο ήχος αυτός να κάνει έναν ιδιαίτερο κρότο (σαν σιδερένια πόρτα που κλείνει) κι αυτός ο κρότος να είναι ταυτόχρονα πολύ κοντά (στον όροφό μου). Αλλά, πού ήξερα εγώ τότε για …ασανσέρ και ορόφους; Δεν είχα αίσθηση τέτοια…

Κι όταν στον όροφό μου σταματούσε, κι όταν η πόρτα του ασανσέρ ανοιγόκλεινε, κι όταν μετά, ντουπ-ντουπ, χτυπούσε η ξύλινη πόρτα του διαμερίσματος (όλα αυτά, βέβαια, φτάνανε στ’ αφτιά μου ανερμήνευτα), ΕΙΧΑ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ…

Ο παππούς μου, θυμάμαι, ερχόταν πιο συχνά απ’ όλους… Τον είχα συνηθίσει και τον ήθελα… Η μάνα μου, τώρα που ’γινα πενήντα, διασώζει μια ιστορία: «Ο παππούς σου», μού διηγείται, «μια μέρα έφυγε σκυφτά, γιατί νόμιζε πως έκλαιγες επειδή φεύγει»!... Και κατόπιν βάζει τα γέλια η μάνα μου: «Τι απλοϊκοί που ήταν οι άνθρωποι τότε! Εσύ ήσουν μια σταλιά μωράκι κι εκείνος νόμιζε πως καταλαβαίνεις, χα, χα»!

ΜΑ, ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΑ!... Όντως ο παππούς μου έφευγε σκυφτά για να μην κλάψω. Τον ήθελα τον παππού μου… Δεν τον ξεχνώ ποτέ!.... Πετούσε το καπελάκι του με μαεστρία και πάντα έβρισκε στόχο την καπελιέρα. Ήταν κάπως κοντούλης… Εγώ τον ξεπέρασα στο μπόι απ’ το Δημοτικό… Δεν ξέρω μόνο, στην καλοσύνη αν τον ξεπέρασα… Υποθέτω πως όχι.

Κι είχα μιαν άλλη γλώσσα μωράκι όντας!... Μιλούσα – δε μού έλειπαν οι λέξεις! Τα ηχοχρώματα των νοημάτων ήταν απόλυτα σχηματοποιημένα μέσα μου, ευθύς εξαρχής! Τίποτα δε μού έλειπε. Παρόλα αυτά, με μάθαιναν ήσσονος αξίας άλλες λέξεις. Λέξεις που δε λέγανε τόσα πολλά όσα οι δικές μου.

Κι έπρεπε να μάθω εκείνες τις ξένες λέξεις… Ω, μπελάς!... Μαθητούδι έγινα! Ο πατέρας μου μού επαναλάμβανε λέξεις. Η μάνα μου μού επαναλάμβανε λέξεις. «Μπαμπά, τι θα πει αυτό»; «Α, θα πει τάδε»… Πφφ, σπουδαία τα λάχανα. Εγώ αυτά τα ήξερα φαρσί. Αλλά, σε άλλη γλώσσα. Στην προαιώνια γλώσσα, που τ’ όνομά σου είναι αλλιώς! Στην προαιώνια γλώσσα που κάποιοι άλλοι σε φωνάζουνε αλλιώς.

Αυτοί οι κάποιοι άλλοι που εδώ σε στείλανε… Αυτοί οι κάποιοι άλλοι που σε περιμένουνε όταν θα φύγεις. Και θα σε υποδεχτούνε με χαρά… Κι αλλιώς θα φωνάξουνε τ’ όνομά σου!...

15 Ιαν 2012

Οι καλοί εκείνοι χριστιανοί - Μια ιστορία στο νοσοκομείο


Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Όταν περίμενα έξω από το χειρουργείο, κόντεψα να πεθάνω… Η αδερφή μου εισήχθη για μια επέμβαση που ή θα τής έσωζε τη ζωή ή θα την έχανα για πάντα… Από το δωμάτιο του νοσοκομείου, την πήρε ο νοσοκόμος με το φορείο. Εγώ ακολουθούσα το φορείο. Κανένας άλλος συγγενής δεν βρισκόταν κοντά, καθώς ό,τι περάσαμε, το περάσαμε όλοι κι όλοι εγώ, η αδερφή μου, ο άλλος μας αδερφός και η μητέρα μας… Κι ήμουν ολομόναχος εκείνη την απίστευτη, την απόλυτα μη αληθοφανή στιγμή…

Συνόδευα, λοιπόν, το φορείο και προχωρούσαμε οι τρεις μας, ένα ετερόκλητο πράγματι τρίο – ο νοσοκόμος, η αδερφή μου και εγώ… Περάσαμε σ’ ένα άλλο ασανσέρ, αρκετά ευρύχωρο που δεν το είχα ανακαλύψει μέχρι τότε παρά τις εκτεταμένες εξερευνήσεις μου στο όχι και πολύ μεγάλο όπως είχα την αίσθηση κτίριο, κατεβήκαμε στο -1 επίπεδο και βγήκαμε αμίλητοι όλοι. Είχα μεγάλη συγκίνηση, μα και ποιος δεν θα είχε. Δεν ήξερα αν θα έμπαινα ξανά με την αδερφή μου στο αυτοκίνητό μας που μας περίμενε στο πάρκινγκ…

Στο -1 επίπεδο υπήρχαν δύο πόρτες εξίσου μεγάλες και μία σκάλα εσωτερική. Ο νοσοκόμος πάτησε το μαύρο κουμπί της δεξιά πόρτας κι άνοιξε… Άλλοι νοσοκόμοι και νοσοκόμες φάνηκαν (όσο μπορούσα να διακρίνω, καθώς στεκόμουν πλάγια και κυρίως κοιτούσα την αδερφή μου). Πίσω μου η δεύτερη πόρτα, είχε κι εκείνη ένα μαύρο κουμπί. Μού είπε ο νοσοκόμος: «Πατήστε αυτό το κουμπί»… Το πάτησα. Κι άνοιξε η δικιά μου πόρτα για να βγω έξω… Κούνησα το χέρι μου στην αδερφή μου κι εκείνη τη δικό της…

Όταν βγήκα απέξω, δεξιά κι αριστερά μου υπήρχαν καθίσματα. Ένας μεγάλος φαρδύς διάδρομος απ’ την μια άκρη στην άλλη… Κανένας όμως άνθρωπος πουθενά – έρημο τοπίο – κι έτσι αφέθηκα να κλάψω, να κλάψω… Μέχρι που η καρδιά μου γέμισε αρρυθμία, το πρόσωπό μου φλογίστηκε και το σώμα μου λύγισε… Τ’ αφτιά μου σφύριζαν κι η ζάλη ήρθε κι αυτή, ένας επισκέπτης αόρατος που πια δεν θα μ’ εγκατέλειπε για αρκετές ώρες μα και που πολύ λίγο μ’ ένοιαζε. Ζούσα ήδη στον καινούργιο μου πλανήτη. Τον πλανήτη του φόβου και της αβάσταχτης, πρωτόγνωρης για μένα, αγωνίας…

Ξαφνικά φάνηκαν και οι άνθρωποι… Στην αρχή, περνούσαν ένας-δυο από μπροστά μου, είτε πηγαίνοντας προς τη μια κατεύθυνση του διαδρόμου είτε προς την άλλη, είτε άλλοι πάλι μετ’ επιστροφής… Εγώ προσπαθούσα να συγκρατούμαι κάθε που άκουγα τα βήματά τους. Δάγκωνα τα νύχια μου για να μην κλαίω, έκλεινα τα μάτια μου για να μην τα δουν δακρυσμένα. Ω, πόσο αλήθεια φοβερές είναι οι στιγμές να περιμένεις έξω από ένα χειρουργείο, όταν μέσα χειρουργείται ο δικός σου άνθρωπος. Σκέφτομαι τώρα που ηρέμησα πως, κανένας ηθοποιός δεν μπορεί να απεικονίσει την πραγματικότητα. Κι ότι όλοι οι ηθοποιοί, κακώς αποκαλούνται ηθοποιοί. Διότι διασκεδαστές θα έπρεπε να λέγονταν…

Κι ήρθαν κι άλλοι μετά, να περιμένουν. Βγήκαν απ’ την ίδια πόρτα που βγήκα κι εγώ και πέρασαν από μπροστά μου, πιάνοντας με τη σειρά ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε καθίσματα του διαδρόμου… Αποτελούσαν την ίδια ομάδα – φαίνεται ότι ο άνθρωπός τους μόλις είχε μπει για εγχείρηση και στην περίπτωσή τους ακολουθήθηκε το ίδιο περίπου σκηνικό, όπως μ’ εμένα, τον νοσοκόμο και την αδερφή μου στο φορείο… Κοίταξα τα πρόσωπά τους, να δω αν κι εκείνοι είχαν αγωνία. Δεν διέκρινα αγωνία πολλή μεγάλη… Ανάμεσά τους, μια ευτραφής καλογριά… Τρεις γυναίκες (μαζί με την καλογριά) και δύο άντρες. Όλοι τους, από την ηλικία μου και πάνω – δηλαδή πάνω από πενήντα…

Εγώ τραγουδούσα τώρα… Επέμενα να μην κάθομαι στα καθίσματα κι είχε περάσει πάνω από μια ώρα… Τραγουδούσα ένα τραγούδι που έλεγα όταν περίμενα στις Πανελλήνιες Εξετάσεις του σχολείου μου (πριν πόσα χρόνια αλήθεια!) να έρθουν τα θέματα. Είχα και τότε αγωνία και με αυτό το τραγούδι μού περνούσε η αγωνία και κατόπιν έγραφα άριστα… «Ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί, μέσα στο σκοτάδι η ανατολή, ήρθες στ’ όνειρό μου, μού ’πες δεν μπορώ, θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό». Αλλά κυρίως, εκείνο που με έκανε να γαληνεύω περισσότερο, ήταν το ρεφρέν: «Ανατολή, σε λέ- σε λέγανε, κι αγγέλοι σε νταντέ- νταντεύανε»… Το τραγουδούσα συνέχεια, όμως τούτη τη φορά, πολύ λίγα πράγματα έκανε…

Εκείνοι οπωσδήποτε θα είδανε την αγωνία μου, καθώς κάθισαν πλέον μόνιμα εκεί. Δεν πηγαινοέρχονταν σαν τους άλλους, ώστε να προλαβαίνω να κρύβομαι… Να άρχιζα κουβέντα μαζί τους; - σκέφτηκα. Δεν μπορούσα όμως… Κάτι με έπνιγε να μιλήσω. Εκείνοι κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Ξαφνικά διαπίστωσα πως η νεότερη γυναίκα, εκείνη που θα ήταν πάνω-κάτω συνομήλική μου, βούρκωσε. Εμ, βέβαια… Πώς να μην έχεις αγωνία; Έξω απ’ το χειρουργείο βρίσκεσαι. Άραγε να είχε μέσα τον άντρα της; Κάποιον πολύ δικό της πάντως, σίγουρα. «Αυτηνής», είπα, «θα άξιζε να τής πιάσω κουβέντα». Μα δεύτερες σκέψεις με απέτρεψαν. Δίπλα της καθόταν η καλογριά. Τής μιλούσε σιγανά, ήρεμα…

Κάποια στιγμή (θα ’χε περάσει πάνω από δίωρο της δικής μου αναμονής), οι άντρες με την καλογριά φύγανε… Την γυναίκα που πονούσε περισσότερο, την πλησίασε η άλλη γυναίκα που δεν πήγε με τους υπόλοιπους. Έβγαλε από τον κόρφο της ένα «προσευχητάρι» και άρχισε να τής διαβάζει προσευχές. Τις άκουγα κι εγώ και ηρεμούσε κι η δική μου ψυχή. Πω, πω, βρε παιδί μου, τρεις ώρες συμπληρώνονταν κι ακόμα η εγχείρηση της αδερφής μου βρισκόταν «σε εξέλιξη»… Μα, κάτι οι προσευχές που ακούγονταν φωναχτά πλέον, κάτι που αναρωτιόμουν πού να πήγαν οι άντρες με την καλογριά, κάτι ότι συνήθισα τελικά στην νέα μου κατάσταση, μού έδινε δύναμη… Μέχρι που όταν τηλεφώνησε η μητέρα όλο αγωνία, κατάφερα να την ξεγελάσω με ψέματα πως η αδερφή μου «δεν μπήκε ακόμα στο χειρουργείο επειδή περιμένει τη σειρά της»… Ψέμα τεράστιο, διότι η μάνα πρέπει να ξέρει. Αλλά με την βεβαρυμμένη υγεία της, μπορεί και να πέθαινε εκεί, μόνη της στο σπίτι…

Οι δυο άντρες με την καλογριά, ξαναγύρισαν! Βαστούσαν στα χέρια τους ένα κουτί γλυκά! Θεέ μου, άνοιξαν τα γλυκά κι άρχισαν να τρώνε, μπροστά μου. Εγώ ήμουν τελείως νηστικός, μα πιο πολύ νηστικιά ήταν η αδερφή μου, καθώς πριν την εγχείρηση υποβλήθηκε σε εξαντλητική και αρκετών ημερών υποχρεωτική αφαγία… Σκέφτηκα ότι, άμα μού φέρουν να μού προσφέρουν ένα γλυκάκι, εγώ θ’ αρνηθώ. Σκέφτηκα ότι, θα υποφέρω το ίδιο με την αδερφή μου, η οποία ήδη απ’ το δωμάτιο του νοσοκομείου μού μιλούσε για φαγητά κι ότι «όταν γίνει καλά θα ήθελε να φάει ετούτο, εκείνο και λοιπά»…

Έκανε λόγο περισσότερο - θυμάμαι – για τα μπιφτέκια στο φούρνο με πατατούλες…

Θα αρνηθώ, αποφάσισα και στη συνέχεια αναρωτιόμουν με ποιον τρόπο θα με πλησιάσουν και με ποιον τρόπο θα αρνηθώ ευγενικά χωρίς να τους προσβάλω. Δεν υπήρχε κι άλλος, άλλωστε, στην αναμονή… Μόνο εγώ κι αυτοί… Φάγανε, φάγανε γλυκά του σκασμού! Μα εμένα δεν μού δώσανε. Μήτε καν ήρθανε κοντά μου, στιγμή! Ενώ με βλέπανε να υποφέρω, να δαγκώνομαι, να βασανίζομαι… Και ήταν όλοι τους χριστιανοί… Κάνανε χριστιανικές προσευχές… Ευχήθηκα από βάθους καρδιάς να πάει καλά η εγχείρηση του δικού τους ανθρώπου… Και πράγματι, ύστερα από λίγο άνοιξε η πόρτα που εγώ είχα βγει και τούς φώναξαν μέσα… Πρόλαβα ν’ ακούσω ότι «πήγαμε πάρα πολύ καλά. Μεγάλη επιτυχία»! Χάρηκα κυρίως για τη γυναίκα στην ηλικία μου, που τώρα δεν θα έχει λόγο να βουρκώσει. Μόνο από χαρά πια…

Τις υπόλοιπες ώρες που διήρκεσε το χειρουργείο της αδερφής μου – συνολικά τεσσερισήμισι ώρες – χάζευα πότε το κουτί με τα γλυκά (το οποίο ούτε καν πλησίασα) παρατημένο για πάντα στο τραπεζάκι και πότε απαντούσα στα απανωτά κουδουνίσματα του κινητού μου, από τη μητέρα και τον αδερφό μου, που όλο με ψέματα εξακολουθούσα να τούς βεβαιώνω πως τάχα «περίμενε πολλή ώρα στην ουρά» και άλλα τέτοια… Με καταλάβαινε όμως ο αδερφός μου που αν δεν κινδύνευε με απόλυση από τη δουλειά του κι αν ο διευθυντής του δεν ήταν τόσο ανένδοτος για να τού δώσει άδεια, θα βρισκόταν πλάι μου, να μοιραστούμε τούτη την οδύνη.

Οδύνη που ευτυχώς μετετράπη και για μας σε απέραντη χαρά. Διότι, το χειρουργείο της αδερφής μου υπήρξε απόλυτα επιτυχημένο, συντελέστηκε με νέες μεθόδους της επιστήμης και χρησιμοποιήθηκε τέτοια μικροχειρουργική που εξαχνώθηκε κάθε σύμφυση, κύστη, καθώς και οι αιτίες που τις προξενούσαν, ενώ με ειδική αγωγή λίγων μηνών θα αναταχθούν 100% οι λιγοστές ευτυχώς ζημιές που έχει υποστεί το έντερο…

Για την ιστορία, να αναφέρω το εξής αξιοπρόσεκτο: Το επόμενο βράδυ στο νοσοκομείο – δεύτερο βράδυ που η αδερφή μου ήταν χειρουργημένη – κάποια στιγμή που κοιμόταν υπό την επήρεια ακόμα της νάρκωσης, κατέβηκα στο επίπεδο -1 και ανακάλυψα πώς να φτάσω σ’ εκείνα τα οδυνηρά καθίσματα εκείνου του διαδρόμου. Η ώρα θα ήταν 3 τα ξημερώματα. Ησυχία-άκρα παντού… Είδα το κάθισμα που είχα καθίσει λίγο, όταν η εξάντληση απ’ τ’ ατελείωτα πέρα-δώθε έξω απ’ την πόρτα με το μαύρο κουμπί, με είχε αναγκάσει. Και ναι! Είδα και το κουτί! Το συγκεκριμένο κουτί! Βρισκόταν στο ίδιο σημείο πάνω στο τραπεζάκι! Πλησίασα και με περιέργεια το άνοιξα για να δω αν έχει μείνει κάποιο γλυκάκι. Όχι, δεν είχε μείνει. Μόνο χαρτάκια από τα περιτυλίγματα έβλεπες… Ή θα τα φάγανε άλλοι τα εναπομείναντα γλυκά ή με τόση βουλιμία που τα τρώγανε (δυο-τρία ο καθένας), πρόλαβαν οι χριστιανοί εκείνοι να μην αφήσουν κανένα…

Οι χριστιανοί εκείνοι… Μα ας είναι καλά, δεν πειράζει…